Ελληνικά » Γερμανικά

βαθμιαί|ος <-α, -ο> [vaθmiˈɛɔs] ΕΠΊΘ

βαθμιαίος
βαθμιαίος αμετάβλ
graduell αμετάβλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский