Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βαθαίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . βαθ|αίνω [vaˈθɛnɔ], βαθ|ύνω [vaˈθinɔ] <-υνα> VERB μεταβ (κάνω πιο βαθύ)

βαθαίνω

II . βαθ|αίνω [vaˈθɛnɔ], βαθ|ύνω [vaˈθinɔ] <-υνα> VERB αμετάβ (γίνομαι πιο βαθύς)

βαθαίνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский