Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βάφω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . βά|φω <-ψα, -φ(τ)ηκα, -μμένος> [ˈvafɔ] VERB μεταβ

1. βάφω (αντικείμενο, ύφασμα, μαλλιά):

βάφω

2. βάφω (τοίχο, σανίδια):

βάφω

3. βάφω (μέταλλο: σκληραίνω):

βάφω

II . βάφομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский