Ελληνικά » Γερμανικά

βάτος [ˈvatɔs] SUBST αρσ o θηλ

1. βάτος (γενικά: αγκαθερός θάμνος):

βάτος
Dornenstrauch αρσ
η φλεγόμενη βάτος

2. βάτος (με βατόμουρα):

βάτος

βατ|ός <-ή, -ό> [vaˈtɔs] ΕΠΊΘ

Παραδειγματικές φράσεις με βάτος

η φλεγόμενη βάτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский