Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βάριο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βάριο [ˈvariɔ] SUBST ουδ

βάριο
Barium ουδ
ανθρακικό βάριο
θειικό βάριο
Bariumsulfat ουδ
θειούχο βάριο
Bariumsulfid ουδ
οξικό βάριο
Bariumacetat ουδ
Bariumoxid ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με βάριο

θειούχο βάριο
θειικό βάριο
οξικό βάριο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский