Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βάθρο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βάθρο [ˈvaθrɔ] SUBST ουδ

1. βάθρο (αγάλματος, κολόνας):

βάθρο
Sockel αρσ
στήνω κάποιον σε βάθρο μτφ

2. βάθρο μτφ (βάση):

βάθρο
Grundlage θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με βάθρο

στήνω κάποιον σε βάθρο μτφ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский