Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βάζο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βάζο [ˈvazɔ] SUBST ουδ

1. βάζο (μικρό γυάλινο δοχείο):

βάζο
Glas ουδ

2. βάζο (λουλουδιών και παρόμοια):

βάζο
Vase θηλ
Blumenvase θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский