Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βάδισμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βάδισμα [ˈvaðizma] SUBST ουδ

1. βάδισμα (γενικά):

βάδισμα
Gang αρσ

2. βάδισμα (τρόπος βαδίσματος αλόγου):

βάδισμα
Schritt αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский