Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αφτί“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αφτί [afˈti] SUBST ουδ

1. αφτί (όργανο):

αφτί
Ohr ουδ
πήρε τ' αφτί μου ότι
Segelohren ουδ πλ
äußeres Ohr ουδ
μέσο αφτί
Mittelohr ουδ
Innenohr ουδ
Meerohr ουδ

2. αφτί (ακοή):

αφτί
Gehör ουδ
έχω καλό αφτί

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский