Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναλαβαίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . αν|αλαβαίνω [analaˈvɛnɔ], αν|αλαμβάνω [analaɱˈvanɔ] <-άλαβα [ή -έλαβα], -αλήφθηκα, -ειλημμένος> VERB μεταβ

1. αναλαβαίνω (δουλειά, ευθύνη, επιχείρηση):

αναλαβαίνω
αναλαβαίνω επίθεση

2. αναλαβαίνω (ταξίδι, αξίωμα):

αναλαβαίνω

3. αναλαβαίνω (χρήματα από τράπεζα):

αναλαβαίνω

II . αν|αλαβαίνω [analaˈvɛnɔ], αν|αλαμβάνω [analaɱˈvanɔ] <-άλαβα [ή -έλαβα], -αλήφθηκα, -ειλημμένος> VERB αμετάβ (ανακτώ τις δυνάμεις μου)

αναλαβαίνω

Παραδειγματικές φράσεις με αναλαβαίνω

αναλαβαίνω επίθεση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский