Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανάλλαχτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανάλλαγ|ος [aˈnalaɣɔs], ανάλλαχτ|ος [aˈnalaxtɔs] <-η, -ο> ΕΠΊΘ

1. ανάλλαγος (που δεν άλλαξε):

2. ανάλλαγος (που δεν άλλαξε ρούχα):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский