Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανάδοχος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανάδοχος [aˈnaðɔxɔs] SUBST mf

1. ανάδοχος (νονός):

ανάδοχος
Pate αρσ (Patin) θηλ

2. ανάδοχος (έργου):

ανάδοχος
Unternehmer(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский