Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αμφίρροπος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αμφίρροπ|ος <-η, -ο> [aɱˈfirɔpɔs] ΕΠΊΘ

1. αμφίρροπος (αγώνας, εκλογή):

αμφίρροπος

2. αμφίρροπος (συναισθήματα):

αμφίρροπος

3. αμφίρροπος (στάση):

αμφίρροπος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский