Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αμυλούχος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αμυλούχ|ος <-α, -ο> [amiˈluxɔs], αμυλώδ|ης [amiˈlɔðis] <-ης, -ες> ΕΠΊΘ

αμυλούχος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский