Ελληνικά » Γερμανικά

αλλοδαπ|ός (-ή) [alɔðaˈp|ɔs, -i] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

αλλοδαπός (-ή)
Ausländer(in) αρσ (θηλ)
αλλοδαπός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский