Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ακόλλητος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ακόλλητ|ος <-η, -ο> [aˈkɔlitɔs] ΕΠΊΘ

1. ακόλλητος (όχι κολλημένος με κόλλα):

ακόλλητος

2. ακόλλητος (με καλάι):

ακόλλητος

3. ακόλλητος (με ηλεκτροκόλληση):

ακόλλητος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский