Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ακροβατώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ακροβατ|ώ <-είς> [akrɔvaˈtɔ] VERB αμετάβ nur präs und imperf

1. ακροβατώ (σηκώνομαι στα χέρια):

ακροβατώ

2. ακροβατώ (κάνω ακροβασίες):

ακροβατώ

3. ακροβατώ μτφ (ενεργώ ριψοκίνδυνα):

ακροβατώ

4. ακροβατώ μτφ (στο λόγο μου):

ακροβατώ μεταξύ Α και Β

Παραδειγματικές φράσεις με ακροβατώ

ακροβατώ μεταξύ Α και Β

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский