Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ακουστική“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ακουστική [akustiˈci] SUBST θηλ (κλάδος, ακουστικά χαρακτηριστικά αίθουσας)

ακουστική
Akustik θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με ακουστική

ακουστική κιθάρα
ακουστική απορρόφηση
ακουστική/ηχητική μόνωση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский