Ελληνικά » Γερμανικά

I . ακουμπ|ώ <-άς, -ησα, -ισμένος [ή -ημένος] > [akumˈbɔ] VERB μεταβ

1. ακουμπώ (αγγίζω):

ακουμπώ

2. ακουμπώ (στηρίζω):

ακουμπώ σε
(an)lehnen an +αιτ

3. ακουμπώ (βάζω):

ακουμπώ

II . ακουμπ|ώ <-άς, -ησα, -ισμένος [ή -ημένος] > [akumˈbɔ] VERB αμετάβ (στηρίζομαι)

ακουμπώ σε
sich (an)lehnen an +αιτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский