Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ακουμπιστήρι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ακουμπιστήρι [akumbisˈtiri] SUBST ουδ

1. ακουμπιστήρι (χεριού):

ακουμπιστήρι
Armlehne θηλ

2. ακουμπιστήρι (κεφαλιού):

ακουμπιστήρι
Kopfstütze θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский