Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ακατάσβεστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ακατάσβεστ|ος <-η, -ο> [akaˈtazvɛstɔs] ΕΠΊΘ

1. ακατάσβεστος (φωτιά: που δε σβήστηκε):

ακατάσβεστος

2. ακατάσβεστος (φωτιά: που δε σβήνεται):

3. ακατάσβεστος (ζήλος: πάντα ζωηρός):

ακατάσβεστος

4. ακατάσβεστος (περιέργεια):

ακατάσβεστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский