Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ακαλλιέργητος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ακαλλιέργητ|ος <-η, -ο> [akaliˈɛrjitɔs] ΕΠΊΘ

1. ακαλλιέργητος (χωράφι):

ακαλλιέργητος
Ödland ουδ

2. ακαλλιέργητος (άνθρωπος):

ακαλλιέργητος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский