Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αισθητικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . αισθητικ|ός <-ή, -ό> [ɛsθitiˈkɔs] ΕΠΊΘ

II . αισθητικ|ός [ɛsθitiˈkɔs] SUBST mf (επάγγελμα)

αισθητικός
Kosmetiker(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский