Ελληνικά » Γερμανικά

αιρετικ|ός <-ή, -ό> [ɛrɛtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

αιρετικός

αιρετικός (αιρετική) [ɛrɛtiˈkɔs, ɛrɛtiˈci] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

αιρετικός (αιρετική)
Ketzer(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский