Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αθώος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αθώ|ος <-α, -ο> [aˈθɔɔs] ΕΠΊΘ

1. αθώος και μτφ (αγνός, απονήρευτος):

αθώος

2. αθώος μτφ (άβλαβος):

αθώος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский