Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αθλιότητα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αθλιότητα [aθliˈɔtita] SUBST θηλ

αθλιότητα
Elend ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский