Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αερόστατο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αερόστατο [aɛˈrɔstatɔ] SUBST ουδ

1. αερόστατο:

αερόστατο
Ballon αρσ

2. αερόστατο (θερμού αέρα) ΑΘΛ:

αερόστατο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский