Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αδικημένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αδικημέν|ος <-η, -ο> [aðiciˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

αδικημένος
έμεινε αδικημένος

Παραδειγματικές φράσεις με αδικημένος

έμεινε αδικημένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский