Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αδελφοποιούμαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αδελφοποι|ούμαι <-είσαι, -ήθηκα, -ημένος> [aðɛlfɔpiˈɔ] VERB αυτοπ ρήμα

αδελφοποιούμαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский