Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αδελφικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αδερφικ|ός [aðɛrfiˈkɔs], αδελφικ|ός [aðɛlfiˈkɔs] <-ή, -ό> ΕΠΊΘ

1. αδερφικός (στους αδερφούς):

2. αδερφικός (στα αδέρφια):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский