Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αδίσταχτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αδίσταχτ|ος <-η, -ο> [aˈðistaxtɔs] ΕΠΊΘ

1. αδίσταχτος (που δε διστάζει):

αδίσταχτος

2. αδίσταχτος (που δεν έχει ενδοιασμούς):

αδίσταχτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский