Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αδάκρυτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αδάκρυτ|ος <-η, -ο> [aˈðakritɔs] ΕΠΊΘ

1. αδάκρυτος (ασυγκίνητος):

αδάκρυτος

2. αδάκρυτος (χωρίς λύπες, ζωή):

αδάκρυτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский