Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αγωνιώδης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αγωνιώδ|ης <-ης, -ες> [aɣɔniˈɔðis] ΕΠΊΘ

1. αγωνιώδης (έκφραση):

αγωνιώδης

2. αγωνιώδης (προσπάθεια):

αγωνιώδης

3. αγωνιώδης (αμφιβολία):

αγωνιώδης

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский