Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αγωγιμότητα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αγωγιμότητα [aɣɔjiˈmɔtita] SUBST θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με αγωγιμότητα

γραμμομοριακή αγωγιμότητα
ενδογενής αγωγιμότητα
μοριακή αγωγιμότητα
μαγνητική αγωγιμότητα
(ειδική) ηλεκτρική αγωγιμότητα
(ειδική) μαγνητική αγωγιμότητα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский