Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αγωγή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αγωγή [aɣɔˈji] SUBST θηλ

1. αγωγή (ανατροφή, εκπαίδευση):

αγωγή
Erziehung θηλ

2. αγωγή ΗΛΕΚ (θερμότητας):

αγωγή
Leitung θηλ
Wärmeleitung θηλ

4. αγωγή ΙΑΤΡ:

αγωγή
Behandlung θηλ
ειδική αγωγή θηλ ΣΧΟΛ

Παραδειγματικές φράσεις με αγωγή

αγωγή θηλ διαζυγίου
αγωγή θηλ αποζημίωσης
αγωγή θηλ ευθύνης
αγωγή θηλ ακύρωσης
αγωγή θηλ μετόχου ΝΟΜ
αγωγή θηλ ανταγωνιστών ΝΟΜ
αγωγή θηλ έξωσης ΝΟΜ
αγωγή θηλ αποκατάστασης ΝΟΜ
αγωγή θηλ αμφισβήτησης
διαπλαστική αγωγή ΝΟΜ
κύρια αγωγή
Hauptklage θηλ
ομαδική αγωγή

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский