Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αγρίμι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αγρίμι [aˈɣrimi] SUBST ουδ

1. αγρίμι:

αγρίμι
Wild ουδ

2. αγρίμι μτφ (άνθρωπος):

αγρίμι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский