Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αγκυροβόλημα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αγκυροβόλημα [aɲɟirɔˈvɔlima] SUBST ουδ

αγκυροβόλημα
Ankern ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский