Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αγκυλωτός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αγκυλωτ|ός <-ή, -ό> [aɲɟilɔˈtɔs] ΕΠΊΘ

αγκυλωτός
αγκυλωτός σταυρός
Hakenkreuz ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με αγκυλωτός

αγκυλωτός σταυρός
Hakenkreuz ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский