Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αγκαζάρω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αγκαζάρ|ω <-ισα, -ίστηκα, -ισμένος> [aŋgaˈzarɔ] VERB μεταβ

1. αγκαζάρω (θέσεις, τραπέζι):

αγκαζάρω

2. αγκαζάρω (αίθουσα για γλέντι, αυτοκίνητο):

αγκαζάρω

3. αγκαζάρω (ηθοποιό, κάποιον για κάποια δουλειά):

αγκαζάρω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский