Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αγιογραφία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αγιογραφία [ajiɔɣraˈfia] SUBST θηλ

1. αγιογραφία (απεικόνιση αγίου):

αγιογραφία
Heiligenbild ουδ

2. αγιογραφία (τέχνη του αγιογράφου):

αγιογραφία

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский