Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αγιοβασιλιάτικος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αγιοβασιλιάτικ|ος <-η, -ο> [ajɔvasiˈʎatikɔs] ΕΠΊΘ

1. αγιοβασιλιάτικος (πρωτοχρονιάτικος):

αγιοβασιλιάτικος
Neujahrs-

2. αγιοβασιλιάτικος μτφ (ρολόι, συσκευή):

αγιοβασιλιάτικος
Ramsch-

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский