Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αγαπίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . αγαπί|ζω <-σα> [aɣaˈpizɔ] VERB μεταβ (συμφιλιώνω)

αγαπίζω

II . αγαπί|ζω <-σα> [aɣaˈpizɔ] VERB αμετάβ (συμφιλιώνομαι)

αγαπίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский