Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αγέμιστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αγέμιστ|ος <-η, -ο> [aˈjɛmistɔs] ΕΠΊΘ

1. αγέμιστος (όχι γεμισμένος):

αγέμιστος

2. αγέμιστος (όπλο):

αγέμιστος

3. αγέμιστος (καρπός: άγουρος):

αγέμιστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский