Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αγέλαστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αγέλαστ|ος <-η, -ο> [aˈjɛlastɔs] ΕΠΊΘ

1. αγέλαστος (σκυθρωπός):

αγέλαστος

2. αγέλαστος (που δεν τον εξαπατούν εύκολα):

αγέλαστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский