Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αβύθιστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αβύθιστ|ος <-η, -ο> [aˈviθistɔs] ΕΠΊΘ

1. αβύθιστος (που δεν μπορεί να βυθιστεί):

αβύθιστος

2. αβύθιστος (που δε βυθίστηκε):

αβύθιστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский