Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „έντομο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

έντομο [ˈɛndɔmɔ] SUBST ουδ

έντομο
Insekt ουδ
δίπτερο έντομο
Zweiflügler αρσ
δίπτερο έντομο

Παραδειγματικές φράσεις με έντομο

δίπτερο έντομο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский