Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „έμβασμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

έμβασμα [ˈɛɱvazma] SUBST ουδ

2. έμβασμα (η εντολή):

έμβασμα

Παραδειγματικές φράσεις με έμβασμα

τηλεγραφικό έμβασμα
τραπεζικό έμβασμα
στέλνω ένα έμβασμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский