Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „έκλυτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

έκλυτ|ος <-η, -ο> [ˈɛklitɔs] ΕΠΊΘ (άνθρωπος)

Παραδειγματικές φράσεις με έκλυτος

έκλυτος βίος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский