Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „έδρανο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

έδρανο [ˈɛðranɔ] SUBST ουδ

1. έδρανο (πάγκος, κάθισμα):

έδρανο
Bank θηλ

2. έδρανο ΜΗΧΑΝΙΚΉ:

έδρανο
Lager ουδ
έδρανο στήριξης
Traglager ουδ
έδρανο στροφάλου
υδροστατικό έδρανο
Lagergehäuse ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με έδρανο

έδρανο στήριξης
Traglager ουδ
έδρανο στροφάλου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский