Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „έγχρωμος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

II . έγχρωμ|ος <-η, -ο> [ˈɛŋxrɔmɔs] SUBST αρσ/θηλ (άνθρωπος)

έγχρωμος
Farbige(r) mf

Παραδειγματικές φράσεις με έγχρωμος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский